- δαμετζάνα
- και νταμιτζάνα, ηδοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση τής φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα-μπόμπα, μοδέλο-μοντέλο). Πιθ. το σχήμα τού δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].
Dictionary of Greek. 2013.